- κατακεκλεισμένους
- κατακλείωshut inperf part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκυλμός — ὁ, Α 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκύλλω, σπαραγμός, κατασπάραξη, ξέσχισμα 2. ερεθισμός, παροξυσμός 3. βασανισμός, ταλαιπωρία («μετὰ ὕβρεως καὶ σκυλμῶν ἀποστεῑλαι πρὸς ἡμᾱς ἐν δεσμοῑς σιδηροῑς... κατακεκλεισμένους», ΠΔ) 4. καταβολή μόχθου … Dictionary of Greek